Είμαι παιδί της
μετά εισβολής εποχή. Από τα τυχερά λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πατέρας μου είχε
δουλειά και μετά τον πόλεμο, έτσι όταν γεννήθηκα ζούσαμε σε σπίτι και όχι σε
καταυλισμό.
Παρόλα αυτά τις
μέρες που η οικογένεια έφευγε από το χωριό της μπορώ να τις διηγηθώ λες και
ήμουν εκεί. Ίσως γιατί ήταν τόσο δυνατά, τόσο οδυνηρά και τόσο έντονα τα όσα
έζησαν οι άνθρωποι τις μέρες της εισβολής,
που γράφτηκαν ανεξίτηλα στο DNA τους και πέρασε στις επόμενες γεννιές.
Το χωριό μας και
λέω μας και ας μην έχω πάει ποτέ εκεί, ήταν από τα τελευταία που έπεσαν στα
χέρια των Τούρκων. Μετέπειτα μάθαμε πως αν δεν έφευγαν οι κάτοικοι του, ίσως
τώρα να ήταν ελευθέρο. Ποιος όμως να στεκόταν να το υπεραπιστεί; Οι μεγάλες
μάχες δίνονταν αλλού. Έτσι, οι κάτοικοι φοβήθηκαν και έφυγαν.
Την ώρα που
έφευγαν, λοιπόν, η γιαγιά είχε λουστεί τα κλάματα δεν ήθελε να φύγει και να
φύγει το σπίτι της. Ο πατέρας μου στράφηκε και της είπε: Γιατί κλαις; Σε
μερικές μέρες θα είμαστε πάλι πίσω. Εδώ θα είμαστε.
Κανένας από τους
δυο δεν πήγε ξανά στο χωριό. Ο πατέρας μου μερικά χρόνια αργότερα από εκείνη
την ημέρα σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα στο εξωτερικό, όταν δούλευε για να
κτίσουμε το δεύτερο μας σπίτι. Το πρώτο, βλέπετε, τέλειωσε το καλοκαίρι του
1974. Ιούλιο παντρεύτηκαν οι γονείς μου, Αύγουστο το εγκατέλειψαν με τα δώρα
του γάμου και τις φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι.
Τη γιαγιά μου τη
χάσαμε πριν από μερικά χρόνια. Πέθανε με τον καημό ότι δεν είδε ξανά το σπίτι
της. Όσο καλά και να περνούσε με τα παιδιά και τα εγγόνια της, πάντα ζητούσε το
χωριό της. Θέλω να πάω στο χωριό μου, έλεγε και ξανάλεγε.
Δεν πήγα ποτέ να
το επισκεφτώ, όχι γιατί το μεγαλύτερο μέρος του κατεδαφίστηκε αλλά γιατί τίποτα δεν θα είναι όπως τις περιγραφές που
έχω ακούσει. Θα λείπουν οι άνθρωποι που το έκαναν τόσο ξεχωριστό, θα απουσιάζει
η αγάπη μεταξύ των συγχωριανών.
Θέλω να δω τη συκιά
που έκλεβε τα σύκα ο θείος μου, την αυλή που η γιαγιά μου μεγάλωνε τις κότες,
το εργαστήρι του παππού μου, εκεί που πρωτοφιλίθηκαν οι γονείς μου. Να δω τη
στάνη του γείτονα βοσκού, να με φιλέψουν γλυκό οι φιλενάδες της μάνας μου. Θέλω να πάω στο χωριό μου, όμως δεν γουστάρω
να το επισκεφτώ δείχνοντας ταυτότητα στα οδοφράγματα ως επισκέπτης και να έρθω
πίσω.
Είμαι πρόσφυγας
και ας μην έφυγα ποτέ από το χωριό μου. Όχι για τα δικαιώματα και τα προνόμια
που έχουν τάχα οι πρόσφυγες, δεν δίνω δεκάρα για αυτά. Είμαι πρόσφυγας γιατί η
οικογένεια μου, πριν από 39 χρόνια έφυγε άρον άρον, ύστερα από ένα πόλεμο από
το σπίτι της. Εκδιώχθηκαν και δεν το είδαν ποτέ ξανά.
Πριν από μερικές
μέρες ανηφορίζοντας με τη μάνα μου και τις κόρες για το Τρόοδος περάσαμε από το
δρόμο που οδηγούσε στο κατεχόμενο χωριό μας. Η μάνα μου έστριψε το κεφάλι της
και κυριολεκτικά «ρουφούσε» αυτό που έβλεπε. Όλο το βλέμμα της, όλο το είναι
της ήταν στην κατεύθυνση του χωριού της.
Και μετά γύρισε
και μου είπε: «Ξέρεις κάτι; Όσα χρόνια και να περάσουν ο πόνος που δεν είμαι
στο σπίτι μου είναι αφόρητος. Είναι ένα βάρος να βλέπω το χωριό μου και να μην
μπορώ να πάω».
Το Δεν Ξεχνώ δεν είναι απλά ένα σύνθημα. Μπορεί μερικοί να ξέχασαν, να ξεπούλησαν, να βολευτήκαν. Δεν είναι όλοι έτσι. Είναι πολλοί που 39 χρόνια μετά νιώθουν πρόσφυγες. Είναι πολλοί που 39 χρόνια μετά, θέλουν να πάνε στο σπίτι τους, γιατί αυτό που κατοικούν τώρα, δεν το είδαν ποτέ ως το σπίτι τους. Το σπίτι τους είναι αλλού. Το σπίτι τους είναι στα κατεχόμενα.
Τραγική διπλή επέτειος σήμερα μάνα...
ReplyDeleteάλλο αυτό. Δυστυχώς ναι...
DeleteΈνα χρόνο πριν, είχα γράψει αυτό:
ReplyDeletehttp://kolona-spitiou.blogspot.com/2012/07/38.html
Είναι χρήσιμο και καλό να θυμόμαστε. Από την άλλη, είναι κρίμα για ένα κομμάτι γη, να μη χαιρόμαστε το σήμερα. Τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας. Δεν υπονοώ να ξεχάσουμε. Αλλά να μη χάνουμε την ικανότητα να νιώθουμε χαρά. Κοντά στους ανθρώπους που αγαπούμε.
Κατανοητό όμως, ο πόνος να είναι μεγαλύτερος και να μη μπορείς πάντα να το κάνεις αυτό, όταν έχασες ανθρώπους. Ή όταν συνεπεία των γεγονότων εκείνων, πάλι χάνεις σημαντικούς για σένα ανθρώπους. Γι΄αυτό την καταλαβαίνω και τη συμπονώ τη μαμά σου.
Εκείνους που δεν καταλαβαίνω είναι αυτούς που έχασαν απλά γη και περιουσίες, δεν είχαν ανθρώπινες απώλειες και ακόμα κλαίνε. Το λέω αυτό εγώ, που και οι γονείς μου, και οι παππούδες μου απο τις δύο πλευρές και η οικογένεια του άντρα μου - όλοι είμαστε πρόσφυγες. Και όλοι δυσκολεύτηκαν οικονομικά στη ζωή τους.(αυτό με τα δώρα του γάμου ανάνοιχτα στο τραπέζι...same story here)
Προσωπικά, δεν κουβαλώ κανένα βάρος μέσα μου πια.
Και ναι είναι άσκοπο να πας να δείξεις ταυτότητα για να δεις κάτι που δεν υπάρχει πια. 'Οταν οι άνθρωποι δεν είναι εκεί....
χμ... αλόπως έπρεπε να ξαναγράψω ποστ τζιαι φέτος. ;)
Όταν οι γονεις ξυπνούν και λένε ότι ονειρευτηκαν ότι ήταν στο χωριό, στο περιβόλι του παπά τους και ξεκινούσαν τη μηχανή να ποτίσουν τα περιβόλια, αφήνεις το δάκρυ να κυλήσει και νοιώθεις την αδικία. Όταν οι παπούδες σου πεθαίνουν με τον καημό ότι πέθαναν χωρίς να ξαναδουν το σπιτι τους νοιώθεις την αδικία. Και όταν σαν παιδι ονειρεύεσαι τους Τούρκους να εισβάλλουν στο σπίτι σου, αν και εσύ γεννήθηκες μετά το 74, νοιώθεις τον τρόμο που ένοιωσαν και εκείνοι. Τρόμος και αδικία. Τα συναισθήματα που νοιώθω και θα νιώθω καιεπιπολέον το γιατί. Γιατί σταματήσαμε να διεκδικούμε; Γιατί σταμάτησαν οι αντικατοχικές; Γιατί απουσιάζει το Δεν Ξεχνώ από τα Νέα Αναλυτικά Εκπαίδευσης;
ReplyDeleteκαοια ραγματα δε ξεχνιουνται και δε ρεει να ξεχνιουνται οτε! αλοιμονο οοιος τα ξεχασει!!! ετσι ιστευω εγω!
ReplyDeleteΘα καταλάβεις αύριο πόσο με συγκίνησες σήμερα.......
ReplyDeleteΣε φιλώ γλυκά.....
Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου μου έδειχνε με μια θλίψη το φόρεμα που φορούσε τη μέρα που έφυγαν. Ήταν το μόνο που έσωσε μαζί με 2 φωτογραφίες και τα φύλαγε στο ερμάρι της. Το σπίτι της για 10 χρόνια ήταν η άκτιστη κουζίνα στο σπίτι της κόρης της με σεντόνια στα παράθυρα. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες.
ReplyDeleteσκεφτουμαι καποτε τι θα γινει οταν φυγει η γενια που εχει εστω θολες αναμνησεις απο την ελευθερη πατριδα μας. θα αρκουμε/αρκουν οι ευσυνειδητοι της επομενης γενιας που αγαπουμε κατι που εν εγνωρισαμε ποτε;
ReplyDelete